- ηὕρηκε
- εὑρίσκωfindperf imperat act 2nd sgεὑρίσκωfindperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηὕρηκ' — ηὕρηκα , εὑρίσκω find perf ind act 1st sg ηὕρηκε , εὑρίσκω find perf imperat act 2nd sg ηὕρηκε , εὑρίσκω find perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὕρηχ' — ηὕρηκα , εὑρίσκω find perf ind act 1st sg ηὕρηκε , εὑρίσκω find perf imperat act 2nd sg ηὕρηκε , εὑρίσκω find perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πουνιαλιά — η, Ν χτύπημα με πουνιάλο, δηλαδή με στιλέτο, μαχαιριά («τόν ηύρηκε η πουνιαλιά εκεί που τόν εκράτει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πουνιάλο + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] … Dictionary of Greek